τρίδουλον

τρίδουλον
τρίδουλος
thrice a slave
masc/fem acc sg
τρίδουλος
thrice a slave
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ζεύγος — το (AM ζεῡγος) 1. δύο πρόσωπα, ζώα ή πράγματα που λαμβάνονται ως ένα (α. «ὀχυρὸν ζεῡγος Ἀτρείδαιν» οι δύο γιοι τού Ατρέως Αγαμέμνων και Μενέλαος, Αισχύλ. β. «ἐφόρτωσεν... πέντε ἢ ἓξ ζεύγη ὀρνίθων», Παπαδ.) 2. δύο πρόσωπα ή ζώα διαφορετικού φύλου… …   Dictionary of Greek

  • τρίδουλος — ον, Α 1. αυτός που έχει γεννηθεί από μητέρα δούλα, τής οποίας η μητέρα και η γιαγιά ήταν επίσης δούλες 2. φρ. «ζεῦγος τρίδουλον» τρεις δούλοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + δοῦλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”